επορθρίζω

επορθρίζω
ἐπορθρίζω (Α)
1. επορθρεύω*
2. επορθροβοώ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθρίζω «σηκώνομαι πολύ νωρίς» (< όρθρος «αυγή»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επορθρισμός — ἐπορθρισμός, ὁ (Α) [επορθρίζω] το να ξυπνάει κανείς πολύ νωρίς το πρωί …   Dictionary of Greek

  • συνεπορθρίζω — Μ σηκώνομαι πρωί απ το κρεβάτι κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπορθρίζω «σηκώνομαι πρωί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”